- πραιτώριο(ν)
- το ист. преторий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πραιτώριο — Έτσι ονομαζόταν στην αρχαία Ρώμη το γενικό στρατηγείο ή η διαμονή του διοικητή του στρατού. Το όνομα προήλθε από τον πραίτωρα, ο οποίος ασκούσε αρχικά την ανώτατη διοίκηση. Το π. βρισκόταν στο κέντρο του στρατοπέδου πάντα στην ίδια θέση κατά… … Dictionary of Greek
πραιτωριανός — πραιτωριανός, ή, όν, ΝΑ, και πραιτοριανός, Ν 1. αυτός που έχει σχέση με τον πραίτωρα ή ανήκει σε αυτόν 2. δορυφόρος, σωματοφύλακας τού πραίτωρα 3. το αρσ. ως ουσ. ο πραιτωριανός ή πραιτοριανός α) στρατιώτης τής προσωπικής φρουράς τού Ρωμαίου… … Dictionary of Greek
πραιτώριος — ία, ον, Α 1. αυτός που ανήκει στο πραιτώριο 2. αυτός που ανήκει στη φρουρά τού πραιτωρίου, πραιτωριανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. praetorius < praetor, ōris (βλ. λ. πραίτωρ)] … Dictionary of Greek
πρετώριον — τὸ, ΜΑ βλ. πραιτώριο … Dictionary of Greek
στρατόπεδο — Τόπος εγκατάστασης στρατεύματος ή ατόμων οργανωμένων στρατιωτικά. Επίσης, τόπος περιορισμού πολιτικών αντιπάλων (σ. συγκέντρωσης). Στην αρχαία Ρώμη, ο στρατός δε στρατοπέδευε, αν προηγούμενα δεν οχυρωνόταν σε θέση η οποία είχε επιλεγεί. Το… … Dictionary of Greek
μαντόλα ή μαντούρα ή μανούρα — Έγχορδο νυκτό μουσικό όργανο. Ανήκε στην οικογένεια του μεσαιωνικού λαούτου και ήταν σε χρήση μέχρι περίπου τον 18ο αι. Έχει αχλαδόσχημο σώμα, ενώ το πλήρες μήκος του είναι 57,5 εκ., το πλάτος 17,5 και το βάθος 8,5 εκ. Διαθέτει τέσσερα ζευγάρια… … Dictionary of Greek
Ταραγκόνα — (Tarragona). Πόλη (110.947 κάτ.) της βορειοανατολικής Ισπανίας, στη Καταλονία, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (6.303 τ. χλμ.). Έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή της στη ρωμαϊκή εποχή. Ήταν για πολύ καιρό, με την ονομασία Tarraco, πρωτεύουσα της… … Dictionary of Greek